- σπέκουλα
- η, Ν1. κερδοσκοπία2. εκμετάλλευση με σκοτεινά μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculare «παρατηρώ, υπολογίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπέκουλα — η (λ. ιταλ.), κερδοσκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek